- επιφοινικίζω
- ἐπιφοινικίζω (Α)παίρνω χρώμα φοινικούν, άλικο, κοκκινίζω («μικρὸν ἐπιφοινικίζουσι, καὶ γίνονται πυρροί [οἱ καρποί]»Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φοινικίζω (< φοίνιξ ΙV «πορφύρα»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιφοινικίζουσι — ἐπιφοινικίζω get a purple tinge pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιφοινικίζω get a purple tinge pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)